Ιεροσόλυμα

Ιεροσόλυμα
τα, Ιερουσαλήμ η г. Иерусалим

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "Ιεροσόλυμα" в других словарях:

  • Ιεροσόλυμα — Ιεροσόλυμα, τα και Ιερουσαλήμ, η πόλη της Παλαιστίνης και σήμερα του Ισραήλ, ιερή για τους Χριστιανούς, τους Εβραίους και τους Μουσουλμάνους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιεροσόλυμα — Βλ. λ. Ιερουσαλήμ. * * * τα και Ιερουσαλήμ, ἡ (ΑΜ Ἱεροσόλυμα και Ἱερουσαλήμ) η πόλη Ιερουσαλήμ, «ἡ μητρόπολις τῆς Ἰουδαίας, ἣ Σόλυμα ἐκαλεῑτο ἀπὸ τῶν Σολύμων ὀρῶν», κατά τον Στέφ. Βυζ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. Ἱερουσαλήμ (< εβρ. Jěrūshālaim («δημιουργία… …   Dictionary of Greek

  • Ιερουσαλήμ ή Ιεροσόλυμα — (εβρ. Yerushalayim, αραβ. Al Quds). Πόλη (622.091 κάτ. το 1997) του Ισραήλ. Βρίσκεται στο κεντρικό υψίπεδο της ιστορικής και γεωγραφικής περιοχής της Παλαιστίνης, στην ιστορική περιοχή της Ιουδαίας και σε υψόμετρο που ποικίλλει από περίπου 720 μ …   Dictionary of Greek

  • Αρβανιτάκης, Γεώργιος — (Ιεροσόλυμα 1872 – 1946).Δημοσιογράφος και λόγιος, γιος του λόγιου Λεάνδρου Α. Ο Α. μετέφρασε στη γλώσσα μας αξιόλογα ιστορικά έργα και έγραψε πολλές αρχαιολογικές μελέτες. Το 1911 ίδρυσε στο Κάιρο το περιοδικό Μουσείο και το 1921 την εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

  • Σωφρόνίος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1 Σ. Α’ πατριάρχης Ιεροσολύμων. > Σωφρόνιος, όνομα πατριαρχών των Ιεροσολύμων (1). 2. Αρχιεπίσκοπος Κύπρου. Πολυμαθής και μελετητής των Γραφών. Κατά τους Συναξαριστές ήταν επίσκοπος της Κωνστάντιας… …   Dictionary of Greek

  • Αθηναΐς — I (Αθήνα 402; – Ιεροσόλυμα 460). Αυτοκράτειρα του Βυζαντίου, σύζυγος του Θεοδοσίου Β’. Κόρη του Αθηναίου φιλόσοφου Λεόντιου, μορφωμένη και ευφυής, πήγε, μετά τον θάνατο του πατέρα της, στην Κωνσταντινούπολη, για περιουσιακά ζητήματα. Τότε η… …   Dictionary of Greek

  • Διόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Μαθηματικός (τέλη 5ου αι. – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Σώζονται τα έργα του Έκθεσις Διοδώρου περί σταθμών, το οποίο πραγματεύεται τρόπους μέτρησης του βάρους και της χωρητικότητας, και Περί σταθμών, στο… …   Dictionary of Greek

  • Κοσμάς — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.140 μ., 581 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του Πάρνωνα, 115 χλμ. ΝΑ της Τρίπολης. Αποτελεί έδρα της ομώνυμης κοινότητας. II… …   Dictionary of Greek

  • Κύριλλος — I Όνομα τριών αρχιεπισκόπων Κύπρου. 1. Κ. Α’ (; – 1854). Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (1849 54), διάδοχος του Ιωαννίκιου. Ήταν συνετός, αλλά άτολμος ιεράρχης, ίσως επειδή φοβόταν μήπως επαναληφθούν στην Κύπρο οι σφαγές του 1821. Στα χρόνια του αυξήθηκε η …   Dictionary of Greek

  • Codex Nanianus — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 030 Mark 5:18 (Tregelles facsimile edition) …   Wikipedia

  • Σολυμήϊος — ον, Α σχετικός με τα Ιεροσόλυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σόλυμα, ιουδαϊκή πόλη που ορισμένοι την ταυτίζουν με τα Ιεροσόλυμα + κατάλ. ήϊος (πρβλ. ποταμ ήϊος)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»